- ποιητικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού ποιητικού, η ποιητική αξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητικός. Η λ., στον λόγιο τ. ποιητικότης, μαρτυρείται από το 1877 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
πεζολογώ — έω, ΝΜ [πεζολόγος] μιλώ ή γράφω σε πεζό λόγο, πεζογραφώ νεοελλ. μιλώ ή γράφω χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία … Dictionary of Greek
πεζολόγος — ο, ΝΜΑ αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο νεοελλ. αυτός που γράφει ή μιλά χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία, μονότονος και φτωχός στο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λόγος*] … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κορογιαννάκης, Αλέξανδρος — (Μέγαρα 1906 – Αθήνα 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Βιέννη. Ειδικεύτηκε στη χαρακτική τραπεζογραμματίων και από το 1939 εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος ως συνθέτης και χαράκτης… … Dictionary of Greek
Ντουκλέρε, Τεόντορο — (Teodoro Duclere, 1816 – 1869). Ιταλός ζωγράφος. Ανήκει στην ομάδα των ζωγράφων της Νάπολης, τη γνωστή κυρίως ως ομάδα του Παυσίλυπου. Ειδικεύτηκε κυρίως στις υδατογραφίες οικοδομών και σμηνών από τη ναπολιτάνικη καθημερινή ζωή, την οποία απέδωσε … Dictionary of Greek
Ταμπουρίνι, Xοσέ Μαρία — (Tamburini, Bαρκελόνη 1856 – ;). Ισπανός ζωγράφος ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Ρώμη και διετέλεσε μέλος και διευθυντής διαφόρων εκθέσεων καθώς και καθηγητής της ζωγραφικής στη σχολή των Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης. Διακρίνεται… … Dictionary of Greek